εἰσπορεύομαι

εἰσπορεύομαι
входить.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εἰσπορεύομαι" в других словарях:

  • εισπορεύομαι — εἰσπορεύομαι (Α) 1. οδηγώ, εισάγω 2. (μέσ. και παθ.) πορεύομαι, εισέρχομαι …   Dictionary of Greek

  • εἰσπορεύομαι — εἰσπορεύω lead in pres ind mp 1st sg εἰσπορεύω lead in pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισπορεύομαι — Α εισπορεύομαι*, μπαίνω μέσα αθόρυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσπορεύομαι «εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προεισπορεύομαι — Α προεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπορεύομαι «εισάγω, εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνεισπορεύομαι — Α συνεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσπορεύομαι «εισάγω, εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ՄՏԱՆԵՄ — (մտի, մո՛ւտ, մտէ՛ք.) NBH 2 0305 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c չ. ՄՏԱՆԵՄ տե՛ս եւ ՄՏԵՄ, մտայ. εἱσέρχομαι , εἵσειμι, εἱσπορέομαι, ἑμβαίνω, εἱσάγομαι intro, introeo, ingredior, introducor, inducor διαδύνω penetro եւն. Մուտ առնել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»